Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Νικηφόρος Βρυέννιος



Ο Νικηφόρος Βρυέννιος ήταν γόνος αριστοκρατικής βυζαντινής οικογένειας. Ο προπάππους του είχε επαναστατήσει ενάντια στην αυτοκράτειρα Θεοδώρα το 1055, αποκαταστάθηκε από τον Μιχαήλ Στ’ το 1056 για να τυφλωθεί με διαταγή του αυτοκράτορα το 1057. Αυτός ο Βρυέννιος είχε δυο τουλάχιστον γιους με σημαντικότερο τον Νικηφόρο, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά τις βασιλείες του Ρωμανού Δ’ και Μιχαήλ Ζ’. Επαναστάτησε ενάντια στον τελευταίο αλλά τον πρόλαβε ο Νικηφόρος Γ’ ο Βοτανιάτης που πρόλαβε να καταλάβει το θρόνο το 1078 και έστειλε εναντίον του τον στρατηγό Αλέξιο Κομνηνό (τον μελλοντικό Αλέξιο Α’, 1081-1118) που τον νίκησε και τον τύφλωσε.

Ο συγγραφέας της Ύλης Ιστορίας ήταν εγγονός του Νικηφόρου αυτού. Γεννήθηκε γύρω στο 1080 και στα 16 με 17 του παντρεύτηκε την κόρη του τότε αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Άννα. Του δόθηκαν διάφοροι αυλικοί τίτλοι με κορυφαίο αυτό του καίσαρα γύρω στο 1109-1110, ενώ πήρε μέρος σε αρκετές εκστρατείες του πεθερού του. Όταν από τα μέσα της δεκαετίας του 1110 έγινε εμφανές ότι η υγεία του αυτοκράτορα επιδεινωνόταν, στη βυζαντινή αυλή σχηματίστηκε ένα «κόμμα» κατά του νόμιμου διαδόχου Ιωάννη και υπέρ της ανόδου στο θρόνο μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα του Νικηφόρου. Οι ηγέτες της παράταξης ήταν η Άννα η Κομνηνή και η Ειρήνη η Δούκαινα (σύζυγος του Αλεξίου και μητέρα της Άννας και του Ιωάννη). Οι προσπάθειες μάνας και κόρης να μεταπείσουν τον Αλέξιο δεν είχαν αποτέλεσμα και μετά το θάνατο του Αλέξιου, ο νέος αυτοκράτορας ήταν ο Ιωάννης Β’ ο Κομνηνός. Ο Νικηφόρος που δεν είχε πάρει ιδιαίτερα ζεστά το ρόλο του υποψήφιου διαδόχου δεν αντέδρασε, όμως ειδικά η Άννα άρχισε να συνωμοτεί ενάντια στη ζωή του αδερφού της . Ο Νικηφόρος που δε φαίνεται να συμμετέχει στη συνομωσία δεν πέφτει σε δυσμένεια και παίρνει μέρος στις εκστρατείες του Ιωάννη Β’ ώσπου κατά τη διάρκεια μιας αρρωσταίνει και πεθαίνει στα μέσα της δεκαετίας του 1130.

Η Ύλη Ιστορίας ξεκίνησε να γράφεται από τον Νικηφόρο καθ’ υπόδειξη της πεθεράς του Ειρήνης την δεκαετία του 1110, σαν μια προσπάθεια να καταγραφεί ιστορικά (και να εξυμνηθεί φυσικά) η δράση του Αλεξίου Α’. Το έργο δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα την εποχή του θανάτου του Αλεξίου Α’ και συνεχίστηκε και μετά το 1118, χωρίς ποτέ να ολοκληρωθεί (ουσιαστικά ολοκληρώθηκε από την Άννα την Κομνηνή στην Αλεξιάδα της). Η γλώσσα του έργου είναι απλή με συχνή χρήση εκφράσεων της καθομιλουμένης (πράγμα που γενικά απέφευγαν οι περισσότεροι Βυζαντινοί συγγραφείς). Όμως όπως οι περισσότεροι σύγχρονοι του συγγραφείς καταφεύγει συχνά στη χρήση ιστορικών παραδειγμάτων από την αρχαιότητα, στη χρήση των αρχαίων τοπωνυμίων αντί αυτών που χρησιμοποιούνταν στην εποχή του και υποστηρίζει τον ενεργό θεϊκό ρόλο στη διαμόρφωση της ιστορίας. Επιπλέον σαν μέλλος της αριστοκρατίας αγνοεί εντελώς τις κοινωνικές συνθήκες, ενώ εξυμνεί τα κατορθώματα της αριστοκρατίας, υπερβάλλοντας ή και παραποιώντας κάποια γεγονότα (πχ ο ρόλος του Μιχαήλ Δούκα στη μάχη του Ματζικέρτ το 1071 ήταν προδοτικός όπως φαίνεται από το κείμενο του Ατταλειάτη, εδώ είναι άκρως ηρωικός). Ο ίδιος σε μια κίνηση (προσποιητής) μετριοφροσύνης ονομάζει το έργο του Ύλη Ιστορίας και όχι Ιστορία ή Χρονογραφία γιατί το θεωρεί σαν πρώτη ύλη για κάποιον λόγιο που θα γράψει για τα γεγονότα και όχι ολοκληρωμένη αφήγησή τους.

Η ύλη της Ύλης Ιστορίας χωρίζεται σε ένα προοίμιο (του οποίου η πατρότητα αμφισβητείται) και 4 βιβλία. Στο προοίμιο (που δεν έχει σωθεί ολόκληρο) εξιστορείται εν συντομία η κατάσταση στην αυτοκρατορία μετά την άνοδο στο θρόνο του Νικηφόρου Γ’ (1078) και τους λόγους για τους οποίους ήταν αναγκαία η επανάσταση του Αλεξίου Α’ το 1081.

Στο πρώτο βιβλίο εξιστορούνται συνοπτικά τα γεγονότα της ανόδου της οικογένεια των Κομνηνών στο θρόνο για πρώτη φορά με τον Ισαάκιο Α’ (1057-1059), την παραίτηση του υπέρ των Δουκών, και τελικά την άνοδο στο θρόνο του Ρωμανού Δ’ (1068). Πιο αναλυτικά περιγράφεται η εκστρατεία του Ρωμανού κατά των Σελτζούκων, η ήττα του Ματζικέρτ και η επάνοδος των Δουκών στο θρόνο με τον Μιχαήλ Ζ’ (1070-1071).

Το δεύτερο βιβλίο ασχολείται με την άνοδο στο θρόνο του Μιχαήλ Ζ’ (1071) η σχέση του με την οικογένεια του θείου του Ιωάννη Δούκα, και τα γεγονότα της επανάστασης του Ουρσέλιου (1073-1077), και την διακυβέρνηση της Αντιόχειας από τον δούκα Ισαάκιο Κομνηνό (αδερφό του Αλέξιου).

Το τρίτο βιβλίο εξιστορούνται τα γεγονότα που εξώθησαν τον Νικηφόρο Βρυέννιο (παππού του συγγραφέα) να επαναστατήσει ενάντια στον Μιχαήλ Ζ’ και την ήττα του από τον Αλέξιο Κομνηνό όταν προσπαθεί να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη (1077-1078) και μετά την επανάσταση του Νικηφόρου Βοτανειάτη, την άνοδό του στο θρόνο ως Νικηφόρου Γ’ και η συνεργασία του με τον Αλέξιο Κομνηνό μετά την εκθρόνιση του Μιχαήλ Ζ’ (1078).

Το τέταρτο βιβλίο περιγράφει τη βασιλεία του Νικηφόρου Γ’ (1078-1081). Η ανικανότητα του αυτοκράτορα ενθαρρύνει τον Βρυέννιο να ξαναεπανασταστήσει για να ηττηθεί οριστικά, ενώ ο Γεώργιος Παλαιολόγος καταπνίγει την επανάσταση του Νικηφόρου Μελισσηνού στη Μ. Ασία.

Αν και ημιτελές είναι κατά τη γνώμη ένα άκρως ενδιαφέρον βιβλίο για κάποιον που του αρέσει η βυζαντινή ιστορία. Δεν είναι αντικειμενικό, είναι εμφανής η προσπάθεια του συγγραφέα να παρουσιάσει σαν ιστορικά αναγκαία την άνοδο του Αλεξίου στο θρόνο (προβάλλοντας την ανικανότητα των 3 προκατόχων του, αλλά και τα ιστορικά του δικαιώματα στο θρόνο σαν ανιψιός του Ισαάκιου Α’). Ο Αλέξιος (όπως και ο Νικηφόρος Βρυέννιος ο πρεσβύτερος) είναι πρότυπο αρετής και έχει όλα τα θετικά στοιχεία που μπορεί να έχει ένα βυζαντινός αριστοκράτης της εποχής του. Μέσα από το κείμενο βλέπουμε την αντίληψη για τον κόσμο της βυζαντινής αριστοκρατίας και τις κοινωνικές δυνάμεις που αλληλεπιδρούν και που θα φέρουν τελικά τις 2 πτώσεις της αυτοκρατορίας στους επόμενους αιώνες. Ακόμα η γλώσσα της μετάφρασης είναι στρωτή και ευνόητη ενώ για τις «τεχνικές» λεπτομέρειες του κειμένου υπάρχουν κατατοπιστικές υποσημειώσεις που δεν φτάνουν στην υπερβολή. Ακόμα η εισαγωγή δίνει κατατοπιστικές πληροφορίες για την πολιτική κατάσταση το Βυζάντιο του ΙΑ" αιώνα. Στα συν του βιβλίου και η παράλληλη παράθεση του πρωτότυπου κειμένου.


Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ


γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης


 
Οι μεγάλοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας και του Γένους Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος, που έζησαν και έδρασαν τον 18ον αιώνα και στις αρχές του 19ου, αποτελούν μία νέα τριάδα μεγίστων φωστήρων, όπως οι παλαιοί Τρεις Ιεράρχαι, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών και λαμβανομένων υπ' όψιν των ιστορικών συγκυριών στις οποίες έζησαν με τις διαφορές και τις ομοιότητες. Σ' αυτούς προστίθεται και ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, πρωτουργός χρονικά του κινήματος, όχι όμως με την προσφορά και δραστηριότητα που οι τρεις άλλοι επέδειξαν στη συνέχεια, η οποία άλλωστε ήταν και η αιτία να συγκαταριθμηθούν στη χορεία των αγίων. Ονομάσθηκαν ειρωνικά Κολλυβάδες από τους αντιπάλους τους στο Άγιο Όρος, εξ αιτίας του ότι αντέδρασαν στην αντιπαραδοσιακή μεταφορά της τελέσεως των μνημοσυνών από το Σάββατο στην Κυριακή, γιατί ορθά και δίκαια εξετίμησαν ότι προσβάλλεται έτσι ο αναστάσιμος και πανηγυρικός χαρακτήρ της ημέρας.
Αυτό βέβαια ήταν εντελώς μικρή λεπτομέρεια μέσα στο όλο ανακαινιστικό και φωτιστικό τους έργο- απλώς τονίσθηκε και διογκώθηκε εσκεμμένα, ώστε όχι μόνο να αποκρύβει η άλλη τους προσφορά, αλλά και να συκοφαντηθούν οι ίδιοι, γιατί ασχολούνται με πράγματα μικρά και ασήμαντα, όπως είναι δήθεν τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα. Υπάρχουν μέχρι των ημερών μας ερευνηταί, οι οποίοι σμικρύνουν το έργο και την προσφορά τους, βλέποντάς το μέσα από αυτό το παραμορφωτικό πρίσμα της έριδος γύρω από τα μνημόσυνα. Ευτυχώς που τις τελευταίες δεκαετίες, κατά τις οποίες άρχισε η ελληνική ιστορική και θεολογική έρευνα να απελευθερώνεται σιγά-σιγά από τα δεσμά, τις εξαρτήσεις και τις επιρροές των Δυτικών, αποκαταστάθηκε η εικόνα της προσφοράς τους ως μιας ευρύτερης φιλοκαλικής αναγέννησης, που σημειώθηκε τον 18ο αιώνα. Η αναγέννηση αυτή είχε αποφασιστικές επιδράσεις στην τόνωση και ενίσχυση της παιδείας των υποδούλων ορθοδόξων λαών και στην διατήρηση της αυτοσυνειδησίας των, όχι μόνον απέναντι των Οθωμανών κατακτητών, αλλά και απέναντι των δυτικών μισσιοναρίων που όργωναν τις ορθόδοξες χώρες, ασκώντας προσηλυτισμό με αθέμιτα μέσα, προ παντός όμως εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια, την δουλεία και την φτώχεια των ορθοδόξων πιστών.
Ο κίνδυνος του εξισλαμισμού και του εκλατινισμού ήταν εξ ίσου μεγάλος, μεγαλύτερος μάλιστα ο δεύτερος, λόγω της ομοιότητος στη θρησκεία και του υψηλού πολιτιστικού επιπέδου των Δυτικών, που διευκόλυναν την αφομοίωση, ενώ ως προς το αλλόθρησκο Ισλάμ η αίσθηση της διαφοράς και της υπεροχής δημιουργούσε κάποιους φραγμούς και επιφυλάξεις. Έχει καταντήσει κλασική η ρήση του άλλου επίσης μεγάλου διδασκάλου και αγίου της ιδίας εποχής, του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, με την οποία εξηγεί γιατί επέτρεψε ο Θεός να σκλαβωθούμε στους Τούρκους και όχι στους Φράγκους, «Τριακόσιους χρόνους μετά την Ανάστασιν του Χριστού μας έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν και το είχαν Χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερον το εσήκωσεν ο Θεός από τους Χριστιανούς και έφερε τον Τούρκον και του το έδωσε διά ιδικόν μας καλόν, και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους (1453+320=1773). Και διατί έφερεν ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερεν άλλο γένος; Διά ιδικόν μας συμφέρον διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα άμα του δώσης, κάμνεις ό,τι θέλεις».
Για να αποφευχθούν πάντως οι εξισλαμισμοί και οι εκλατινισμοί και να μη γίνουν ποτάμι από μικροί χείμμαροι και αφανίσουν το Γένος στην πορεία τους, χρειαζόταν ο φραγμός και οι ρίζες της παιδείας, μετά μάλιστα από το βαθύ σκοτάδι της απαιδευσίας και της αμάθειας των προηγουμένων αιώνων. Ό,τι έκανε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός με τις περιοδείες του και την ίδρυση σχολείων σε λαϊκό επίπεδο, έκαναν σε υψηλότερη βαθμίδα οι Κολλυβάδες Άγιοι εκδίδοντας και ερμηνεύοντας κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, βίους και ακολουθίες αγίων, ύμνους της Εκκλησίας, ακόμη και σχολικά εγχειρίδια Γραμματικής, Ρητορικής, Φιλοσοφίας και μάλιστα θύραθεν συγγραφέων, αρχαίων Ελλήνων και Δυτικών. Αυτό που προείχε ήταν να φωτισθεί το Γένος και να σταθεί στην πίστη και στις παραδόσεις των Πατέρων, να διασωθεί ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός. Έπρεπε στα σχολεία που άρχισαν να πυκνώνουν, στους δασκάλους, στους μοναχούς, στους κληρικούς να εξασφαλισθεί η δυνατότης να κατανοούν τα ελληνικά κείμενα με τη σχολική παιδεία, αλλά και να τους προσφερθούν τέτοια κείμενα με εκδόσεις, γιατί τα χειρόγραφα εσπάνιζαν, κρυμμένα σε μοναστηριακές βιβλιοθήκες ή συλημένα από επιτηδείους ξένους περιηγητάς.
Μπορεί μάλιστα κανείς να εντοπίσει μέσα στην εντυπωσιακή πράγματι εκπαιδευτική και συγγραφική δραστηριότητά τους και ειδική τάση και δράση απέναντι στον κίνδυνο των εξισλαμισμών και των εκλατινισμών. Είναι γνωστόν ότι πολλοί από τους Νεομάρτυρες είχαν ως «αλείπτας», ως προπονητάς θα ελέγαμε, οι οποίοι ψυχολογικά τους ετόνωναν και τους εστήριζαν στο δρόμο του μαρτυρίου, Κολλυβάδες αγίους, όπως τον Άγιο Μακάριο και τον Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη. Και είναι βέβαιο πως όσα με παρρησία λέγουν πολλοί Νεομάρτυρες στις απολογίες τους απέναντι των Τούρκων δικαστών, προβάλλοντας την υπεροχή της Χριστιανικής πίστεως απέναντι στην θρησκεία του Μωάμεθ, την οποία υποτιμούν και απορρίπτουν, απηχούν τη διδασκαλία των Κολλυβάδων Αγίων. Πολλούς από τους διαλόγους αυτούς των Νεομαρτύρων με τους Τούρκους δικαστάς, που θυμίζουν τα αρχαία μαρτυρολόγια, διέσωσε ο άγιος Νικόδημος στο «Νέο Μαρτυρολόγιο». Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να ερμηνευθούν και τα ειδικά αντιλατινικά έργα του Αγίου Αθανασίου Πάριου «Αντίπαπας», «Ουρανού κρίσις», «Ο Παλαμάς εκείνος», και όσα άλλα σε ειδικά ή μη έργα γράφουν για τις εκτροπές και τις πλάνες των Λατίνων όλοι τους.
Η προσφορά βέβαια των Κολλυβάδων στο χώρο της παιδείας και του πολιτισμού δεν περιορίζεται μόνο στην ενίσχυση της αυτοσυνειδησίας των Ορθοδόξων απέναντι στον διπλό κίνδυνο των επιρροών και αφομοιώσεων από Ανατολή και Δύση, που είναι και αυτή πολύ μεγάλη. Έχει και μία άλλη, εξ ίσου ευρεία διάσταση, στον χώρο της οποίας φάνηκε ότι δεν είχαν τότε τόσο μεγάλη επιτυχία, όχι γιατί η διδασκαλία τους δεν είχε απήχηση, αλλά διότι δυστυχώς ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία που εδημιούργησαν ένα οικουμενικό κράτος με οικουμενική ακτινοβολία, την Ρωμιοσύνη του Βυζαντίου, που άντεχε και κρατούσε όρθια την ψυχή και το πνεύμα του και κάτω από τη σκληρή δουλεία των κατακτητών, μετά το 1821 δέχθηκαν σοβαρά πλήγματα.
Το νέο κράτος αποκόπηκε βίαια από την ελληνορθόδοξη παράδοση, εγκατέλειψε την παραδοσιακή ελληνοχριστιανική παιδεία και εστράφη καθοδηγούμενο και κηδεμονευόμενο από τη Δύση εναντίον της Βυζαντινής του κληρονομιάς, των Αγίων και των Πατέρων, των ιερών και όσιων του Γένους.

Είναι γνωστόν ότι οι Κολλυβάδες Άγιοι ήλθαν σε σύγκρουση, ιδιαίτερα ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, με τους ευρωπαϊστάς και ευρωπαΐζοντας εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι οποίοι υιοθέτησαν τις ιδέες του Γαλλικού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επαναστάσεως, ακόμη και την αθεΐα του Βολταίρου, και προσπάθησαν να στρέψουν την πορεία του νεοελληνικού πολιτισμού προς την κλασική αρχαιότητα, εκθειάζοντας και προβάλλοντας την θύραθεν, την κοσμική σοφία και γνώση και υποτιμώντας ή αγνοώντας την θεία σοφία.
Ο ορθός λόγος, η επιστήμη, η γνώση, η ελευθερία ήσαν οι νέες θεότητες του κηρύγματος του Διαφωτισμού. Ή βυζαντινή σύνθεση, όπου κατορθώθηκε η διάσωση και η ενίσχυση των υγιών στοιχείων του ελληνικού πνεύματος στην υπηρεσία του θείου κηρύγματος της αγάπης, της ταπεινώσεως, της καταλλαγής που απέρρεαν από το κήρυγμα του Ευαγγελίου του Σταυρού, εγκαταλείφθηκε και υποτιμήθηκε. Ήταν ουσιαστικώς ένας νέος διωγμός εναντίον της Εκκλησίας υπό άλλη μορφή, που συγγενεύει πολύ με την απόπειρα του Ιουλιανού του Παραβάτου τον 4ο αιώνα να αναβιώσει τον ακραιφνή Ελληνισμό εναντίον του Χριστιανισμού και του Βαρλαάμ του Καλαβρού τον 14ο αιώνα να περάσει, μέσα στο ορθόδοξο Βυζάντιο, τον σχολαστικισμό και ορθολογισμό της Δυτικής Αναγέννησης, απορρίπτοντας την δοκιμασμένη μέθοδο φωτισμού και τελειώσεως των Πατέρων της Ανατολής, που έδιναν τα πρωτεία στη θεία σοφία χωρίς να απορρίπτουν την κοσμική, την ανθρώπινη.
Οι Τρεις Ιεράρχαι του 4ου αιώνος, ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος θεολόγος και ο Ιωάννης Χρυσόστομος, με την έξοχη ελληνική παιδεία τους, όπως και ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς τον 14ο αιώνα, δεν επέτρεψαν την οπισθοδρόμηση προς ένα νοσηρό κλασικισμό που τοποθετεί το κτιστό πάνω από το άκτιστο, την ανθρώπινη σοφία πάνω από την θεϊκή σοφία, τα άθεα γράμματα πάνω από τα θεωτικά, όπως έλεγε ο όσιος μοναχός Χριστόφορος Παπουλάκος, βλέποντας την εσφαλμένη πορεία που ακολούθησαν μετά το 1821 οι δυτικοτραφείς λόγιοι και κληρικοί υιοθετώντας πλήρως τις θέσεις των Ευρωπαίων Διαφωτιστών.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι αγωνισταί του 1821, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Παπαφλέσσας και άλλοι, γαλουχημένοι με το πνεύμα της παραδόσεως των Κολλυβάδων, βρέθηκαν προδομένοι και στο σημείο αυτό. Αγωνίσθηκαν για να απελευθερώσουν σωματικά τους Έλληνες από τους Τούρκους, και είδαν την Ελλάδα να υποδουλώνεται πνευματικά, να παραδίδει την ψυχή, το πνεύμα της στους Ευρωπαίους. Ο εκλατινισμός επανήλθε με τη μορφή του εξευρωπαϊσμού και του εκδυτικισμού. Η Δύση που δεν μπόρεσε ούτε στο ελεύθερο Βυζάντιο με τον Βαρλαάμ Καλαβρό να «διαφωτίσει», δηλαδή να σκοτίσει τους Έλληνες, γιατί αντέδρασε ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς με το κίνημα του Ησυχασμού, ούτε στην Τουρκοκρα¬τία, λόγω του νέου φιλοκαλικού - ησυχαστικού κινήματος των Κολλυβάδων, επεχείρησε να πάρει τη ρεβάνς μετά το 1821 θέτοντας υπό πνευματική κηδεμονία το νεοελληνικό κράτος, την παιδεία και τον πολιτισμό του. Φαίνεται όμως ότι και πάλι βγαίνει νικημένη. Οι δυσφημισμένοι ακόμη και κατά το όνομα Κολλυβάδες επηρεάζουν τώρα βαθύτατα την ορθόδοξη πίστη και ζωή ως γνήσιοι συνεχιστές της πατερικής ησυχαστικής παραδόσεως. Το Άγιον Όρος που τους εξέθρεψε, όπως και τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, μπορεί να καυχά¬ται για τους μεγάλους αυτούς διδασκάλους της Ορθοδοξίας και του Γένους.
1. Ό χαρακτηρισμός του κινήματος ως φιλοκαλικής αναγέννησης επεκράτησε με¬τά τη μελέτη του μητροπολίτου Μαυροβουνίου Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η φιλοκαλική αναγέννησις του ΙΗ' και ΙΘ' αι. και οι πνευματικοί καρποί της, Αθήναι 1984. Δεν παραθέτουμε εδώ τη σχετική με το κίνημα των Κολλυβάδων βιβλιογραφία. Για τους δύο εξ αυτών έγιναν στις ημέρες μας επιστημονικά συνέδρια, ένα για τον Αθανάσιο Πάριο στην Πάρο, τον Σεπτέμβριο του 1998, και ένα για τον Άγιο Νικόδημο Αγιορεί¬τη στην Ιερά Μονή Αγίου Νικόδημου στη Γουμένισσα Κιλκίς, τον Σεπτέμβριο του 1999, με ενδιαφέρουσες εισηγήσεις και πλήρη βιβλιογραφική κάλυψη. Εντός του έ¬τους θα κυκλοφορήσουν τα πρακτικά και των δύο συνεδρίων. Στον Άγιο Αθανάσιο Πάριο αναφέρονται επίσης οκτώ εισηγήσεις που έγιναν κατά το επιστημονικό συνέ¬δριο που έγινε στην Πάρο το Σεπτέμβριο του 1996 για την Εκατονταπυλιανή. Τα πρα¬κτικά έχουν εκδοθή από το Ιερό Προσκύνημα Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου• Η 'Εκατονταπυλιανή και η Χριστιανική Πάρος. Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσί¬ου (Πάρος 15-19 Σεπτεμβρίου 1996), Πάρος 1998. 

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Στην Ελλάδα το 1863: “Ξύλο στους βουλευτές γιατί αύξησαν τους μισθούς τους”

Πηγή:http://navi-patra.blogspot.gr/2011/03/1863.html



Όταν ο λαός ξεσηκώθηκε γιατί, εν μέσω κρίσης, οι βουλευτές πήραν αύξηση. 

«Θα μας πάρουν με τις πέτρες», έχει προειδοποιήσει ο πρωθυπουργός. Και η φράση αυτή από τότε που την είπε επαναλαμβάνεται συχνά από εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου.

Και δεν μιλούν στον αέρα. Γιατί ξέρουν πως υπάρχουν και ιστορικά προηγούμενα. Και όχι μόνο ένα στην ιστορία του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο λαϊκός ξεσηκωμός το 1863 λίγο μετά την έξωση του βασιλιά Όθωνα και πριν έρθει στη χώρα ο Γεώργιος Α. Τότε, εν μέσω βαθύτατης οικονομικής κρίσης και φτώχειας των λαϊκών στρωμάτων, η Εθνική Συνέλευση αποφάσισε την αύξηση της αποζημίωσης των πληρεξουσίων. 

Ένα επεισόδιο της ελληνικής ιστορίας με στοιχεία που ομοιάζουν πολύ με αυτά που ζούμε σήμερα. Και αν σήμερα κυριαρχούν οι λέξεις λαμόγια και λαμογιές, τότε κυριαρχούσαν οι λέξεις λουφές (μπαχτσίσι, φιλοδώρημα, λάδωμα) και λουφέδες. 

Τότε το κρατικό ταμείο ήταν άδειο αφού οι κυβερνήσεις που διόριζε ο Όθωνας είχαν σπαταλήσει όλα τα δημόσια έσοδα σε περιττές δαπάνες για τους ανθρώπους του Παλατιού και των μηχανισμών που είχαν στήσει σε όλη τη χώρα για να τους διατηρούν στην εξουσία. 

Έμπαινε λοιπόν επί τάπητος το ζήτημα των οικονομιών. Από πού θα έκοβαν δαπάνες; Πρώτα από όλα από τους μισθούς των δημόσιων υπαλλήλων καληώρα όπως γίνεται και τώρα. Έτσι στα τέλη του Φεβρουαρίου και τις αρχές Μαρτίου 1863 άρχισε στη Συνέλευση η συζήτηση για τις περικοπές των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και την επιβολή φόρων στους κτηνοτρόφους. Η συζήτηση γινόταν στη σκιά των αιματηρών συγκρούσεων που είχαν μόλις τελειώσει και έμειναν στην ιστορία ως «Φεβρουαριανά». 

Οι συζητήσεις ήταν έντονες. Οι υποστηρικτές της μείωσης των μισθών των υπαλλήλων και της φορολόγησης των κτηνοτρόφων επέμεναν ιδιαίτερα στο επιχείρημα ότι αν δεν μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες, τότε δεν θα εξυπηρετηθεί και η αποπληρωμή των υπέρογκων δανείων στα οποία είχε υποχρεωθεί να προχωρήσει η Ελλάδα ήδη από τον αγώνα της ανεξαρτησίας. Από την άλλη πλευρά πληρεξούσιοι ζήτησαν να περικοπούν αναλογικά και οι μισθοί άλλων κατηγοριών υψηλόμισθων όπως των αρχιερέων (κατά 50%). Όμως οι προτάσεις αυτές δεν έγιναν δεκτές. Τελικά το νομοσχέδιο για τις περικοπές στους μισθούς και τη φορολόγηση της κτηνοτροφίας, παρά τις αντιδράσεις, ψηφίστηκε, αλλά το κλίμα στις λαϊκές μάζες ήταν πάρα πολύ βαρύ. Πολύ περισσότερο που η προσωρινή κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά την έξωση του Όθωνα είχε απονείμει σωρηδόν βαθμούς σε αξιωματικούς που πήραν μέρος στις κινήσεις για την απομάκρυνση του έκπτωτου βασιλιά επιβαρύνοντας έτσι το δημόσιο ταμείο και προκαλώντας τη δυσφορία της κοινής γνώμης. 

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες κατατέθηκε και η πρόταση για την αύξηση της αποζημίωσης των πληρεξουσίων. Η συζήτηση άρχισε στις 20 Μαρτίου. Το προεδρείο πρότεινε ψήφισμα που προέβλεπε τη χορήγηση μηνιαίας αποζημίωσης στους πληρεξουσίους 400 δραχμών. 

Ένα ποσό ιδιαίτερα υψηλό για τα δεδομένα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και την οικονομική κατάσταση της χώρας. Ενδεικτικά αξίζει να σημειωθεί ότι γύρω στο 1880 (και με βάση το νόμο ΑΓ/1846) ήταν 800 δραχμές το μήνα και των πρωθυπουργών 1.200. Την ίδια εποχή, όπως σημειώνεται και στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (τ. ΙΔ, σελ 13), «το μέσο ετήσιο εισόδημα των 10 μεγαλύτερων γαιοκτημόνων της χώρας δεν ξεπερνούσε έως την προσάρτηση της Θεσσαλίας τις 20.000 δραχμές το χρόνο», ενώ «ελάχιστα χρόνια πριν το 1874 δεν υπήρχαν παρά τρεις βιομηχανικές μονάδες που να παράγουν προστιθέμενη αξία μεγαλύτερη από 100.000 δραχμές το χρόνο». 

Με αυτά τα δεδομένα ήταν φυσικό ότι και στο άκουσμα μόνο της πρότασης θα ξεσηκώνονταν θυελλώδεις αντιδράσεις. Ο Γ. Κορδάτος γράφει στη «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» (τ. 12ος, σελ.167): 

«Μόλις διαβάστηκε η πρόταση αυτή, το ακροατήριο άρχισε τα ποδοκροτήματα και τα γιουχαΐσματα: 

-Αίσχος! Ντροπή! 

-Ο λαός πεινά και σεις μας φορολογείτε για να σιτίζεσθε από το δημόσιο Ταμείο. 

Το λόγο παίρνει ο πληρεξούσιος Άχολος ο οποίος απευθύνεται στο ακροατήριο για να τον διακόψει ο πρόεδρος της Συνέλευσης Μωραϊτίνης ο οποίος του λέει πως δεν έχει δικαίωμα να απευθύνεται στους ευρισκόμενους στα θεωρεία αλλά μόνο στη Συνέλευση. Στα πρακτικά του Σώματος αναφέρονται τα εξής: 

«Άχολος: Δεν το ήξερα, με συμπάθειο, Κύριοι, είμαι ο φτωχότερος απάντων, δεν απαιτώ τίποτε και το λέγω, πρώτος, και με συγχωρείτε, διότι θα λάβω μεγάλην τόλμην, δεν το λέγω ούτε να προσβάλω, ούτε να επαινέσω κανένα, σας λέγω ότι μέγα μέρος των Πληρεξουσίων ίσως το 1/3, οι οποίοι δεν μισθοδοτούνται, είναι φίλοι μου, συμπατριώται μου, έχουν 4 μήνας εδώ, αφήκαν τας γυναίκας των, αφήκαν τα παιδιά των (γέλωτες και θόρυβος), μη κρύβεσθε εις το δάκτυλόν σας, όλοι θέλετε μισθόν, ειπέτε το λοιπόν, ο ένας θέλει να το ειπή προ δύο μηνών, ο άλλος ζητεί πέντε τάλληρα και δεν το ευρίσκει, ο άλλος λέγει, ο αγρός είναι άσκαφτος (θόρυβος). Τέλος πάντων προτείνω και πιστεύω ότι η Συνέλέυσις παμψηφεί θα το δεχθή να δοθούν 200 δραχμαί εις καθένα-πολλοί κάθηνται έξ μήνας εδώ και δεν έχουν ψωμί, δεν έχουν παπούτσια (γέλως), είμαι ο χειρότερος και ζητώ συγγνώμην, να ερωτηθή η Συνέλευσις. 

Ο Βάσος εν μέσω αντεγκλήσεων κηρύσσεται κατά πάσης αποζημιώσεως και προτείνει και όσοι παίρνουν μισθόν από άλλας αιτίας να τον αφήσουν, διότι δεν έχει το Ταμείον χρήματα. 

Ο Διομήδης Κυριακού τονίζει ότι πρέπει όλοι να παραιτηθώμεν παντός μισθού, εν ανάγκη δε διά τους τελείως απόρους να θεσπισθή μικρά τις αποζημίωσις. Ας πωλήσωμεν, λέγει, ό,τι έχομεν ο καθένας δια να συντηρηθώμεν παρά να δώσωμεν αφορμήν κατακρίσεως. 

Ο Ζέρβας κηρύσσεται υπέρ της χορηγήσεως αποζημιώσεως ως αναγκαίας. 

Ο Μπουντούρης προτείνει να δοθή δι’ έκαστον πίστωσις 200 δρχ. κατά μήνα και όστις θέλει ας τα λάβη. 

Ο Βαλτινός προτείνει 300δραχμον μηνιαίαν αποζημίωσιν. 

Ο Ζαΐμης κηρύσσεται υπέρ της χορηγήσεως αποζημιώσεως τινός διότι η άμισθος παροχή υπηρεσιών είνε αρχή πλουτοκρατική και την απεδέχθησαν μόνον αι αριστοκρατικαί κοινωνίαι. Ουδαμού, λέγει, υπάρχει παράδειγμα αμίσθου εκπληρώσεως των καθηκόντων του πληρεξουσίου ή βουλευτού. Τας πλουτοκρατικάς και αριστοκρατικάς αρχάς τας απέκρουα πάντοτε, διότι δεν δύνανται να εμφυτευθούν εις έδαφος καθαρώς δημοκρατικόν, όπως το Ελληνικόν». 

Ακολούθησε μέσα σε σφυρίγματα και γιουχαΐσματα η ψηφοφορία. Η πρόταση ψηφίσματος εγκρίθηκε με μια μικρή τροποποίηση όπως γράφει ο Κορδάτος: «Όσοι από τους πληρεξουσίους είναι υπάλληλοι και έχουν μισθό μικρό θα παίρνουν μηνιάτικη αποζημίωση τόση ώστε να φτάνουν τις 300 δραχμές. Όσοι πάλι δεν έχουν κανέναν μισθό θα παίρνουν και αυτοί από το Δημόσιο Ταμείο 300 δραχμές. Θα εξαιρούνται μόνο όσοι δεν παρακολουθούν τις συνεδριάσεις της Συνέλευσης ή απουσιάζουν στις επαρχίες τους. Αυτοί δεν θα παίρνουν πεντάρα». 

«Γιούχα παραδόπιστοι, γιούχα εκμεταλλευτές» 

Μόλις έγινε γνωστή η είδηση της έγκρισης του ψηφίσματος η Αθήνα ξεσηκώθηκε και την άλλη μέρα έγιναν μεγάλες ταραχές που οδήγησαν στην πρόσκαιρη μη εφαρμογή του, όχι όμως και στη ρητή κατάργησή του. Να τι γράφει ο Κορδάτος: 

«Ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους και με γιουχαΐσματα υποδέχτηκε το ψήφισμα για τη βουλευτική αποζημίωση. 

Από νωρίς χιλιάδες κόσμου μαζεύτηκαν μπροστά στη Βουλή και έβριζαν τους πληρεξούσιους που έβγαιναν: 

-Γιούχα, παραδόπιστοι. 

-Γιούχα, εκμεταλλευτές. 

Γιούχα… 

Ύστερα σχηματίστηκε μεγάλη διαδήλωση. Μαζί με το λαό ήταν και πολλοί εθνοφύλακες και στρατιώτες. Όλοι τους φώναζαν: Γιούχα-Κάτω ο Λουφές! 

-Πάμε στο σπίτι του Μωραϊτίνη, είπε κάποιος, πάμε να του πούμε να καλέσει τη Συνέλευση, τώρα αμέσως για να ακυρώσει το ψήφισμα-Λουφε. 

-Πάμε, φώναζαν όλοι. 

Σε λίγο βρέθηκαν χιλιάδες λαού μπροστά στο σπίτι του Μωραιτίνη, που τους υποσχέθηκε ότι ‘στην προσεχή συνεδρίασιν θα ενεργήση τα δέοντα’. 

Ύστερα ο λαός και ο στρατός πήγε στο σπίτι του Ζαΐμη και όχι μόνο έβριζε αλλά και πετροβολούσε. Δεν έμεινε τζάμι για τζάμι. Έσπασαν ακόμα και τα παραθυρόφυλλα. Παραλίγο να βάλουν και φωτιά. Τα ίδια έγιναν και στο σπίτι του Βαλτινού. Απεκεί πήγαν στο σπίτι του Κουμουνδούρου γιατί διαδόθηκε ότι εκεί συνεδρίαζαν πολλοί πληρεξούσιοι. 

Μόλις έφτασαν εκεί άρχισαν τα γιούχα και οι βρισιές και απειλές. Από το σπίτι όμως του Κουμουνδούρου άρχισαν πυροβολισμοί στον αέρα. 

Τότε το πλήθος μάνιασε και ακούστηκε μυριόστομη η φωνή: 

-Στα όπλα! 

Μέσα σε λίγη ώρα το σπίτι του Κουμουνδούρου έγινε γυαλιά καρφιά. Καταστράφηκε. Το πλήθος με ρόπαλα, με πέτρες, με τσαπιά και μπαλτάδες ρίχτηκε καταπάνω. 

-Ακούς εκεί οι λουφέδες να θέλουν να μας σκοτώσουν! 

-Βαράτε τους! 

-Οι άτιμοι μας φορολογούν και, ενώ εμείς δεν έχουμε να φάμε, αυτοί θα τσεπώνουν 300 δραχμές το μήνα! 

Αν δεν έφτανε η Χωροφυλακή, το σπίτι του Κουμουνδούρου θα ξεθεμελιωνόταν. 

Την άλλη μέρα (22 Μάρτη) έγινε μυστική συνεδρίαση και αποφασίστηκε να μην ανακληθεί μεν το ψήφισμα για την αποζημίωση των πληρεξουσίων, αλλά να μείνει ανεκτέλεστο ως το τέλος των εργασιών της Συνέλευσης». 

«Κάτω ο λουφές!» 

Η ανάμνηση του ξεσηκωμού των Αθηναίων για την αύξηση του μισθού των πληρεξουσίων ήταν έντονη για πάρα πολλά χρόνια. Γράφτηκαν μάλιστα και πολλά τραγούδια για το ζήτημα αυτό, που εξέφραζαν τη λαϊκή οργή. Ένα από αυτά δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Παλιγγενεσία» και οι πρώτοι στίχοι του άρχιζαν ως εξής: 

«Ανοίξετε τα μάτια σας 

πατέρες προκομένοι 

καλός, καλός είν’ ο λαός 

αλλ’ όταν χάνει τη μικρή 

υπομονή που μένει 

δεν ξεμπερδεύετε καλώς! 

Κάτω! Κάτω ο λουφές!». 

1875: «Σιμωνιακά», το Βατοπαίδι της εποχής 

Ολόκληρη η κυβέρνηση του Δημητρίου Βούλγαρη κατηγορείται για σκάνδαλα 

Ένδεκα χρόνια μετά τα σοβαρά επεισόδια για τη βουλευτική αποζημίωση, το 1874-75, η Αθήνα συγκλονίστηκε πάλι από σοβαρές ταραχές που προκάλεσαν οι ενέργειες του πρωθυπουργού Δημητρίου Βούλγαρη ο οποίος επέμενε να κυβερνά φαυλοκρατικά και κυρίως παρά το Σύνταγμα. Και εκείνη η κρίση τα είχε όλα: φαυλοκρατία, νόθευση της λαϊκής θέλησης και βεβαίως σκάνδαλα με κορυφαία αυτά που έμειναν στην ιστορία ως «Σιμωνιακά», που ήταν το Βατοπαίδι της εποχής. Υπουργοί καταδικάστηκαν έστω και σε ελαφρές ποινές γιατί δωροδοκήθηκαν ώστε να βοηθήσουν στην κατάληψη μητροπολιτικών θρόνων από εκλεκτούς τους. 

Ο Δημήτριος Βούλγαρης, ο επονομαζόμενος και τζουμπές από το μακρύ μανδύα που φορούσε, νόθευσε τις εκλογές που έγιναν στις 23 Ιουνίου 1874 εξαπολύοντας κύμα τρομοκρατίας σε όλη τη χώρα. Ακόμη και πολιτικοί αρχηγοί, αντίπαλοί του όπως οι Δεληγιώργης και Χαρίλαος Τρικούπης, δεν κατάφεραν να εκλεγούν γιατί οι χωροφύλακες έδερναν και απειλούσαν τους οπαδούς τους για να μη βγουν από τα σπίτια τους και να πάνε να ψηφίσουν. Ο Βούλγαρης σε συνεργασία ήθελε να έχει ελεύθερα τα χέρια του για να αναθεωρήσει το Σύνταγμα του 1964 και να συγκεντρώσει στα χέρια του όλη την εξουσία. 

«Ούτω δε -έγραφε ακόμη και ο βασιλόφρων ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης- συνωμολογήθη ή φανερά ή μυστική, μεταξύ Βασιλείας και Δ. Βούλγαρη, σύμπραξις προς μεταρρύθμισιν του Συντάγματος επί το μοναρχικώτερον, αφαιρουμένου προ πάντων από της Βουλής του δικαιώματος του δια ψήφου εμπιστοσύνης ή ελλείψεως εμπιστοσύνης ανατρέπειν κυβερνήσεις». 

Ένας από τους πολιτικούς που όρθωσαν το ανάστημά τους και κατήγγειλαν τα σχέδια του Βούλγαρη και των ανακτόρων ήταν ο Χαρίλαος Τρικούπης. 

Στις 29 Ιουνίου 1874 δημοσίευσε στην εφημερίδα «Καιροί» του Κανελλίδη άρθρο με τον τίτλο «Τις πταίει;» που έμεινε στην ιστορία. Στο άρθρο αυτό τόνιζε ότι η χώρα οδηγείται στον γκρεμό με τον τρόπο που κυβερνά τη χώρα μια μειοψηφία. Ανέφερε όλες τις φάσεις της πολιτικής κρίσης και καταλόγισε ευθύνες και στους πολιτικούς αρχηγούς Δεληγιώργη, Ζαΐμη και Βούλγαρη. Οι εκλογές -σημείωνε- «παρουσιάζουν ελεεινό δράμα. Η κατάσταση όμως αν συνεχιστεί θα οδηγήσει το λαό σε επανάσταση. Το σημερινόν καθεστώς είναι νόθον. Η Βουλή είναι εικονική και η χώρα κυβερνάται ως μοναρχία απόλυτος». 

Έπειτα από λίγες μέρες δημοσιεύθηκε και δεύτερο άρθρο του Τρικούπη στην ίδια εφημερίδα, όπου θύμιζε στον Γεώργιο ότι και ο Όθωνας έκανε τα ίδια, αλλά διώχτηκε από την Ελλάδα. 

Ο Χαρίλαος Τρικούπης κλείστηκε για λίγες μέρες στις φυλακές. Αλλά οι δικαστικοί Σπ.Ν. Μαυρομάτης (πρόεδρος), Θ. Φαγκόπουλος και Β. Κριεζής (πρωτοδίκες) έκριναν «ότι δεν πρέπει να γίνη κατηγορία», επειδή το άρθρο δεν ήταν επιλήψιμο. 

Λίγους μήνες αργότερα ο Βούλγαρης προχώρησε σε ένα ακόμη πραξικόπημα επιμένοντας να ψηφίζει νομοσχέδια παρά το ότι η αντιπολίτευση είχε αποχωρήσει από τη Βουλή και δεν υπήρχε απαρτία. Είναι χαρακτηριστικό το κείμενο διαμαρτυρίας που υπέγραφαν οι διευθυντές 19 εφημερίδων στο οποίο επεσήμαιναν ότι κινδυνεύει το πολίτευμα: 

«Αι της πρωτευούσης υπογεγραμμέναι εφημερίδες, αντιπροσωπεύουσαι τον τύπον, εξαιρέσει τινών οργάνων της Κυβερνήσεως, συναισθανόμεναι την γινομένην ύβριν διά της υπό του ενεστώτος υπουργείου καταπατήσεως του Συντάγματος μετά την 19 Μαρτίου, βλέπουσαι δε ισχύουσαν πλέον την βίαν, τολμώσαν έτι την παρανομίαν και προκαλούσαν ούτω την ενεργεία αντίστασιν, πιστεύουσιν ότι εξασκούσιν αναμφισβήτητον καθήκον κηρύττουσαι ομοφώνως αντισυνταγματικήν και αναξίαν ελευθέρου και φιλοτίμου λαού την κατάστασιν της πατρίδος, παράνομον την σφετερισθείσαν τα δικαιώματα του Έθνους Κυβέρνησιν, έκνομον την νομοθετούσαν συνάθροισιν μετά την 19 Μαρτίου και άκυρον πάσαν απόφασιν αυτής, συνένοχον εγκλήματος εσχάτης προδοσίας πάντα συμμεριζόμενον την αντισυνταγματικήν τυραννίαν της σήμερον και διαμαρτυρόμεναι ενώπιον όλων προλαμβάνουν να κηρύξωσιν άμα, ότι από τούδε μόνος ο πατριωτισμός των Ελλήνων, δι’ ων μέσων υπό της συναισθήσεως των συνταγματικών του δικαιωμάτων δύναται, πρέπει να αντεπεξέλθη κατά της βίας τιμωρός των καταστροφέων του Συντάγματος, εις ο πάντες ωμώσαμεν πίστιν. 

Το πρώτον τούτο νόμιμον βήμα ποιείται η αντιπροσωπεία της κοινής γνώμης των Αθηνών, ενισχύουσα ταύτην και αρωγόν δυνατωτέραν επικαλουμένη, εν η περιπτώσει ο κίνδυνος της πατρίδος δια της προδοσίας ήθελεν εξακολουθεί». 

«Αιών», «Αριστοφάνης», «Αυγή», «Αλήθεια», «Βουλή», «Εθνικόν Πνεύμα», «Εθνοφύλαξ», «Εφημερίς των Συζητήσεων», «Εφημερίς», «Έσπερος», «Εθνική Γνώμη», «Ελληνικός Λαός», «Εκλεκτική», «Κρήτη», «Νεολόγος Αθηνών», «Παλιγγενεσία», «Ποσειδών», «Πολίτης», «Στοά», «Συνταγματική». 

Όμως, όπως σημειώνει ο Γιάννης Κορδάτος στη «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» (τ. 12ος σελ.323), οι υπουργοί του Βούλγαρη «δεν παραβίαζαν μόνο το Σύνταγμα, αλλά και τους νόμους και κάθε κανόνα της ηθικής». Και συνεχίζει: «Εμπορεύονταν το αξίωμά τους ξετσίπωτα. Υπήρχαν όχι ενδείξεις, αλλά αποδείξεις ότι οι υπουργοί Βαλασσόπουλος και Νικολόπουλος χρηματίζονταν. Είχαν δωροδοκηθεί και πίεσαν την Ιερά Σύνοδο να χειροτονήσει δεσποτάδες τρεις αρχιμανδρίτες. 

Όταν ξεχείλισε το ποτήρι, οι 81 βουλευτές του Βούλγαρη δεν είχαν καμιά υπόληψη. Στους δρόμους και στα καφενεία τούς γιουχάιζαν και τους αποδοκίμαζαν. Τα ονόματά τους γράφτηκαν στις αντιπολιτευόμενες εφημερίδες και οι κύριοι αυτοί ονομάστηκαν στηλίται». 

Η κατάσταση ήταν εκρηκτική, ο Βούλγαρης παραιτήθηκε και μπροστά στον κίνδυνο να ξεσπάσει επανάσταση και να απειληθεί ο θρόνος ο Γεώργιος υποχρεώθηκε να καλέσει τον Χαρίλαο Τρικούπη για να σχηματίσει κυβέρνηση. Τότε καθιερώθηκε για πρώτη φορά και η Αρχή της Δεδηλωμένης, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση έπρεπε να απολαμβάνει της υποστήριξης της πλειοψηφίας της Βουλής. 

Οι παραπομπές στο Ειδικό Δικαστήριο 

Ο Τρικούπης με την ανάληψη της κυβέρνησης ανακοίνωσε ότι θα καταργηθούν όλοι οι νόμοι του Βούλγαρη που ψηφίστηκαν παρά το ότι η Βουλή δεν είχε απαρτία. Παράλληλα δεσμεύτηκε ότι θα «εγκαλέση ενώπιον ειδικού δικαστηρίου το πρώην υπουργείον Βούλγαρη και ιδιαιτέρως τον επί των Εκκλησιαστικών υπουργόν Βαλασσόπουλον κατηγορηθέντα επί δωροδοκία». 

Ακολούθησε η διενέργεια εκλογών που οδήγησαν σε συντριβή του κόμματος του Βούλγαρη που εξέλεξε μόνο δέκα βουλευτές. Η πρώτη πρωθυπουργία του Τρικούπη κράτησε έως τον Οκτώβριο του 1875. Τον διαδέχθηκε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος που προχώρησε στην κατάργηση των νόμων του Βούλγαρη αλλά και στη δικαστική διερεύνηση των καταγγελιών για σκάνδαλα. 

Για το «σιμωνιακό» σκάνδαλο της δωροδοκίας υπουργών από αρχιμανδρίτες η Βουλή παρέπεμψε σε δίκη δύο υπουργούς που καταδικάστηκαν το 1876: ο Νικολόπουλος και ο Βαλασόπουλος σε ποινές φυλάκισης 10 μηνών ο πρώτος και ενός έτους ο δεύτερος. Καταδικάστηκαν επίσης και οι Μητροπολίτες Πατρών, Μεσσηνίας και Κεφαλληνίας (που είχαν καταλάβει τους θρόνους τους λαδώνοντας τους υπουργούς) σε χρηματικά πρόστιμα από 20.000 έως 50.000 δρχ. 

Ακόμη στις 16 Δεκεμβρίου του 1875 η Βουλή με συντριπτική πλειοψηφία (118 υπέρ και μόνο ένας κατά) παρέπεμψε όλα τα μέλη της κυβέρνησης Βούλγαρη («υπουργείον» το ονόμαζαν τότε) σε ειδικό δικαστήριο «επί αντιποιήσει αρχής και επί πλαστογραφία» καθώς και για επεμβάσεις στην εκλογική διαδικασία. 

Παραπομπές όπως αυτές γίνονταν για πρώτη φορά στην ιστορία του ελεύθερου ελληνικού κράτους. 

Στις 19 Απριλίου 1876 άρχισε στο ειδικό δικαστήριο η δίκη του Βούλγαρη και των υπουργών του, αλλά αναβλήθηκε για τις 19 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου. Ο ίδιος ο Βούλγαρης δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο. Τελικά η δίκη δεν ολοκληρώθηκε έπειτα από παρέμβαση των ανακτόρων που φοβούνταν «ανεπιθύμητες» αποκαλύψεις. 

Τα «Σανιδικά» του 1902 

Άγριες συμπλοκές στους δρόμους της υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο Αθήνας 

Στην αυγή του 20ού αιώνα πολιτικοί δέχτηκαν για μια ακόμη φορά επιθέσεις από τους πολίτες σε μια στιγμή που το πολιτικό κλίμα έμοιαζε (και αυτή τη φορά) με το σημερινό. Οικονομική κρίση, ασφυκτικός Διεθνής Οικονομικός έλεγχος, εθνική ντροπή μετά την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, πολιτική σήψη και παρακμή, διαλυμένη και δημόσια. Μια σάπια κατάσταση που οδήγησε στην «εξιλέωση» και την προσπάθεια εθνικής αναγέννησης με την Επανάσταση του 1909 στο Γουδή. 

Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό περιβάλλον διεξήχθησαν στις 17 Νοεμβρίου βουλευτικές εκλογές. Όμως οι κάλπες δεν έδωσαν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Το «Εθνικόν Κόμμα» του Θεόδωρου Δηλιγιάννη και το «Νεωτερικόν Κόμμα» του Γεωργίου Θεοτόκη πήραν από 102 έδρες σε σύνολο, και ο εκλεκτός του βασιλιά Γεώργιου πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης 19 (σε σύνολο 234). Ο Γεώργιος, αντί να αναθέσει την πρωθυπουργία σε έναν από τους Δηλιγιάννη και Θεοτόκη, απευθύνθηκε στον πρόεδρο του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σημαντήρα και όταν αυτός αρνήθηκε, κάλεσε τον υπασπιστή του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο. 

Ο Δηλιγιάννης αντέδρασε έντονα κατεβάζοντας στο δρόμο τους οπαδούς του κυρίως από την περιοχή της Αττικής που την ήλεγχαν οι λεγόμενοι «Αττικάρχες» με κορυφαίο τον Δημήτριο Ράλλη που συνεργαζόταν με τον Δηλιγιάνη και είχε 11 βουλευτές. Μαζί τους ήταν και ο Αλέξανδρος Σκουζές που ήταν πρόεδρος σε 20 συντεχνίες. 

Από τις 18 έως τις 23 Νοεμβρίου η Αθήνα έγινε πεδίο άγριων συγκρούσεων. Μαζί με τους οπαδούς των κομμάτων ξεσηκώθηκαν και οι «άθλιοι» της πρωτεύουσας. Όπως αναφέρει στην ιστορία του ο Τάσος Βουρνάς, τότε, στην οδό Σταδίου, χτίζονταν πολυκατοικίες καλουπωμένες με τις απαραίτητες σανίδες για σκαλωσιές. Εκείνες τις σανίδες ξήλωσαν οι εξεγερμένοι και κυνηγούσαν όπου έβρισκαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους και τους ανθρώπους του παλατιού, τα «τεμπελόσκυλα» της εποχής εκείνης, όπως τους αποκαλούσαν. Μαζί με τους οπαδούς του Δηλιγιάννη και οι κάτοικοι των αρβανιτοχωριών της Αττικής κατέβηκαν στην πόλη με πίπιζες και νταούλια, με πιστόλια και μαχαίρια έβριζαν το βασιλιά και εξυμνούσαν το διάδοχο Κωνσταντίνο. Πολλοί τότε απέδωσαν τα επεισόδια σε δάκτυλο της γερμανικής πρεσβείας. Άλλοι μίλησαν για πραξικόπημα με σκοπό την παραίτηση του Γεωργίου και την άνοδο στο θρόνο του γερμανόφιλου διαδόχου Κωνσταντίνου. Όπως και να ’χει, η αναταραχή έδωσε την ευκαιρία στους εξαθλιωμένους και κατατρεγμένους των Αθηνών να εκφράσουν την αγανάκτηση και την οργή τους για την άθλια κατάσταση που ζούσαν. Και να ξεσπάσουν, αυτοί δίπλα στους οπαδούς του Δηλιγιάννη, κατά πάντων των πολιτικών ανεξάρτητα από κόμμα. 


Τελικά, ο βασιλιάς Γεώργιος υποχρεώθηκε να αναθέσει το σχηματισμό κυβέρνησης στον Δηλιγιάννη αποδεχόμενος την πρόταση του Παπαδιαμαντόπουλου γιατί «…αφενός υπέρ αυτού απέκλινεν η πλειοψηφία, αφετέρου δε ήθελε καταπέσει ο ερεθισμός του μεγάλου εκείνου κόμματος, όπερ ήρξατο να πιστεύση ότι το Στέμμα εκ προσωπικού μίσους κατεφέρετο κατά του αρχηγού του». Και η «σανίδα» απεδείχθη κατάλληλο πολιτικό μέσο όπως έγραφε ο Βλάσης Γαβριηλίδης στην εφημερίδα του την «Ακρόπολη»: «Ο λαός νομοθετεί προχείρως. Απλώνει την πανίσχυρον χείρα του και ξεριζώνει πόρτες, παράθυρα, παν ό,τι κτυπά και ξυλίζει». 

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Η Τυραννία Του Χατζή Αλή Χασεκή Στην Τουρκοκρατούμενη Αθήνα 1772-1796


«Το Χρονικό της Σκλαβωμένης Αθήνας στα χρόνια 
της τυρανίας του Χατζαλή» του Π. Σκουζέ (εξώφυλλο).

[…] Ο Σκουζές (1776-1847) μας άφησε δύο έργα, απομνημονεύματα και τα δυο, παρόμοια περίπου αναμεταξύ τους, έτσι που να εικάζεται ότι το δεύτερο γράφθηκε με την εντύπωση ότι το πρώτο είχε χαθεί· πληρέστερο είναι το παλαιότερο, γραμμένο στα 1841. Ο Σκουζές αφηγείται τα ιστορικά των Αθηνών από τον καιρό της τυραννίας του Χασεκή και συνεχίζει με την αυτοβιογραφία του. Πρόκειται για ένα έργο που το διέπει ο ίδιος προσωπικός τόνος, ο πόνος για τα βάσανα της Αθήνας και γενικά των ραγιάδων. Ο λόγος του Σκουζέ, σημαδεμένος από τις ατέλειες της λαϊκής γλώσσας του καιρού του, φανερώνει όμως μια πραγματική συγγραφική προσωπικότητα. Είναι παραστατικός, γοργός, γεμάτος αφέλεια. Η διάρθρωση της φράσης και της σύνθεσης δεν υπακούει σε κανόνες της συγγραφικής τέχνης, ούτε στους νόμους της λογικής, αλλά εξαρτάται αποκλειστικά από τους ψυχολογικούς συνειρμούς. Έτσι παρουσιάζει συχνά μια κυκλική έκθεση, όπου σε διαδοχικά στρώματα αρτιώνεται η αφήγηση.
[…] Σκέψη και λέξη χωρίς διανθίσεις, μόνο με ουσία: η παράθεση είναι συχνή και δίνει συχνά στην αφήγησή του χαρακτήρα ελλειπτικό· όμως έτσι φθάνουμε σ’ ένα όριο συγγραφικό, την σύνθεση μέσα στην λιτότητα. Θαυμάζει κανείς, όταν βρίσκεται μπροστά σε συγγραφικές ιδιοφυΐες σαν του Σκουζέ και του Μακρυγιάννη· […]
 Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 327-328.


Η ζωή του ως τα 1794 που πεθαίνει ο πατέρας του είναι όμοια με τη ζωή χιλιάδων παιδιών, που δουλεύουν γύρω στις 15 ώρες τη μέρα για λίγα άσπρα το μήνα. Περνά διαδοχικά από πολλά και περίεργα επαγγέλματα, για να εξασφαλίσει ένα κομμάτι ψωμί, ώσπου φτάνει στη Σμύρνη. […]
[…] το γύρισμα του αιώνα τον βρίσκει να κυβερνά μια γολέτα, που κάνει ταξίδια ανάμεσα Σμύρνη, Σύρο και Τριέστι. Σιγά-σιγά απλώνει τα πανιά του σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και στα 1803 με 1804 είναι πλοίαρχος στο καράβι του Δημητρίου Χριστοφόρου […].
Με τον καιρό απόχτησε δικιά του κορβέτα […]. Μ’ αυτό το πλοίο λοιπόν, τον καιρό που ο Ναπολέων πολεμούσε στην Ισπανία κι ο Νέλσων με τον αγγλικό στόλο είχε αποκλείσει τα ισπανικά παράλια, ο Παναγής Σκουζές επιδόθηκε στο εμπόριο (λαθρεμπόριο θα ήταν σωστότερο) του σταριού με τους Ισπανούς. […]
[…] η περιουσία που αποχτά μ’ αυτή του την εμπορική και ναυτιλιακή δραστηριότητα ο Παναγής Σκουζές είναι πολύ σημαντική. Τα χρήματά του τα τοποθετεί στην αγορά κτημάτων στην Αττική. […]
 Θανάσης Χ. Παπαδόπουλος, «Εισαγωγικά». Παναγής Σκουζές, Απομνημονεύματα. Η τυραννία του Χατζή-Αλή Χασεκή στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα (1772-1796), επιμ.-εισαγ.-σχόλια: Θανάσης Χ. Παπαδόπουλος, Κέδρος, Αθήνα 1975, 27-28.


[…] με την έκρηξη της επανάστασης αγοράζει με δικά του χρήματα ένα φορτίο όπλα στην Ιταλία και τα μεταφέρει στην Ελλάδα με ένα Ολλανδικό πλοίο, κρυμμένα κάτω από εμπορεύματα, για τον εξοπλισμό των Αθηναίων. […] Τον καιρό που ο Κιουταχής πολιορκούσε την Ακρόπολη ο Παναγής ήταν ανάμεσα στους πολιορκημένους και πήρε μέρος σε όλες τις μάχες για την υπεράσπισή της […].
[…] Στα 1830, ύστερα από τη Συνθήκη του Λονδίνου, αγόρασε από τους Τούρκους που έφευγαν από την Αθήνα μεγάλες εκτάσεις, που αποτέλεσαν τη βάση της κτηματικής περιουσίας της οικογένειας Σκουζέ. Επιδόθηκε επίσης σε εμπορικές, κτηματικές και τραπεζικές εργασίες. […] Τέλος, ύστερα που η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου, ο Σκουζές ίδρυσε την ομώνυμη Τράπεζα που είναι από τα πρώτα πιστωτικά ιδρύματα που ιδρύθηκαν στη χώρα και που έπαιξε ένα όχι ασήμαντο και ευεργετικό ρόλο στην προσπάθεια για εξυγίανση κι ανόρθωση της οικονομικής ζωής της χώρας γενικά και του εμπορίου ειδικότερα.
Με την ιδιότητα του τραπεζίτη και του εμπόρου πήρε μέρος στις συζητήσεις και τις προκαταρκτικές εργασίες για την ίδρυση Εθνικής Τραπέζης. […]
Ο Παναγής Σκουζές πέθανε στα 1847 σε ηλικία 70 χρονών. Η ιστορία του και η ιστορία ολόκληρης της οικογένειας Σκουζέ (από τον καιρό της Βενετικής κατάληψης της Αθήνας ακόμη) είναι ένα κομμάτι της ιστορίας της ελληνικής αστικής τάξης: των θριάμβων της και των καταστροφών της. […]
 Θανάσης Χ. Παπαδόπουλος, «Εισαγωγικά». Παναγής Σκουζές, Απομνημονεύματα. Η τυραννία του Χατζή-Αλή Χασεκή στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα (1772-1796), επιμ.-εισαγ.-σχόλια: Θανάσης Χ. Παπαδόπουλος, Κέδρος, Αθήνα 1975, 29-30.



και εδώ