Σε
ανάμνηση του ξεσηκωμού του 1821,
αναδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα του
«Χρονικού του Γαλαξειδίου» που περιγράφει
πως οι Δυτικοί εκμεταλλεύθηκαν τον
αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία
τους κατά την Ναυμαχία της Ναυπάκτου,
για να τους αφήσουν μετά εκτεθειμένους
στο μίσος των Τούρκων. (1571–1574)
Δια
να μανθάνουν οι νεότεροι...
Εκεί
που διηγάμαι θα σας είπω και ένα κακό,
που εγενέθηκε με απιστία των Φραγκών,
που πάντα πολεμάνε τη Ρωμέϊκη πίστι,
Έστωντας οι Φράγκοι να νικήσουνε την
Τούρκικη αρμάτα, επαραγγείλασι σε όλους
τους Χριστιανούς πως να σηκώσουνε άρματα
κατά τους Τούρκους, και αυτοί θα τους
συντρέξουνε.
Ακούοντας γουν τέτοια
παρηγορητικά λόγια, οι Χριστιανοί με
μεγάλη χαρά και πολύ κρυφά ετοιμασθήκασι
για να βαρέσουνε τους Τούρκους.
Ήρθασι
γουν πολλοί Μωραΐταις στο Γαλαξείδι,
και μέσα στην εκκλησία του Αγίου
Παντελεήμονος εκάμασι με τους
Γαλαξειδιώταις ταις συμφωνίαις με όρκο
για να σηκωθούνε την ίδια ημέρα· και οι
Λοιδορικιώταις το επαραδεχθήκασι, και
οι Σαλονίταις, όσοι ήρθασι κρυφά στο
Γαλαξείδι, και εμείνασι σύμφωνοι πως
άλλοι της στερηάς και άλλοι του πελάγου
να βαρέσουσι τους Τούρκους, λέγοντας·
“ή να πεθάνωμε ή να ξεσκλαβωθούμε· και
όποιος μετάνοιώσει ή προδώσει αυτά, που
είπαμε να μην ίδη Θεού πρόσωπο”·
και
εβά[λασιν όλοι] τα χέρια επάνου σταις
εικόναις. και επήκασι φοβερόν όρ[κον]....
συμφωνημένος καιρός, ένας Βοστιτζ[άνος]
[επρόδω]κε το μυστικό στους Τούρκους.
.................(14), εβάλανε λάψι· και εκεί με
αδιήγη[τον...?] τους εσκοτώσασι με σπαθιά
και πιστολιαίς, βιάζοντάς τους να
μαρτυρήσουνε τους συντρόφους.
Και όσοι
Μωραΐταις εγλύσασι, επήγασι στην Μάνη,
και εκεί εσηκώσασι σεφέρι, σφάζοντας
τους Τούρκους.
Τρεις Μωραΐταις, ερχάμενοι
κρυφά στο Γαλαξείδι, αφηγηθήκασι τα
τρεχάμενα και τους ελέγασι να σηκώσουνε
σεφέρι· και οι Γαλαξειδιώταις εστείλασι
γοργόν την νύχτα στο Λοιδορίκι, στην
Βιτρινίτζα και στο Σάλονα παραγγέλνοντας
στους συντρόφους τα μαντάτα·
και ήρθασιν
οι Λοιδορικιώταις, Βιτρινιτζώτες στο
Γαλαξείδι, και αποφασίσασι να σηκώσουνε
σεφέρι, και να σκοτώσουσι τους Τούρκους
θαρρώντας και στη βοήθεια των Φραγγών
και εμαζωχθήκασι τρεις χιλιάδες και
επήγασι κατ[απάνω] στο Σάλονα, στέλνοντας
μαντατοφόρους να σηκωθούνε και οι άλλοι
από το Βενέτικο· και απόξω από το Σάλονα
ηύρασι το Τουρκικό ασκέρι, που μαθαίνοντας
τα μαντάτα εβγήκε να τους βαρέση.
Εκεί ήρθασι οι μαντατοφόροι, το πως από το Βενέτικο κανένας δεν σηκόνει άρματα, και οι Φράγκοι πουθενά δεν φαίνονται, και πως τους εγελάσασι και βοήθεια δεν στέλνουνε.
Εκεί ήρθασι οι μαντατοφόροι, το πως από το Βενέτικο κανένας δεν σηκόνει άρματα, και οι Φράγκοι πουθενά δεν φαίνονται, και πως τους εγελάσασι και βοήθεια δεν στέλνουνε.
Ακούοντας αυτά τα μαντάτα,
άλλοι εδειλιάσασι και εφύγασι, και το
ασκέρι των Ρωμαίων εδιαλύθηκε άταχτα.
Περνώντας δυο ημέραις, ήρθασι στο
Γαλαξείδι γράμματα από τον μπέη, το πως
τους συμπαθάει, και να έρθουσι στο Σάλονα
οι κεφαλάδες για να ειπούσι στο μπέη το
πως εγίνηκε αυτό το πράγμα, και να μην
έχουνε κανένα φόβο, και τους έβαλλε όρκο
το σπαθί και το κεφάλι του.
Οι γουν
Γαλαξειδιώταις εμπήκασι σε μεγάλη
έννοια· και εκεί ήρθασι και οι Λιδορικιώταις
και τους αφηγηθήκασι τα ίδια. Ετότες
αποφασίσασι να πηγαίνουσι στο Σάλονα,
ελπίζοντας στους όρκους του μπέη το πως
δε θα πειράξη.
Εξεκινήσασι γουν εικοσιτρείς
οι πρώτοι νοικοκυραίοι Γαλαξειδιώταις,
μαζή με τους Βιτρινιτζιώταις και
Λοιδωρικιώταις και επήγασι στο Σάλονα,
και ο μπέης τους εδέχτηκε με τιμαίς και
χαρά ψεύτικη· και αφηγώντας το πως
εγελασθήκασι από τους Φράγκους και
εσηκώσανε άρματα, μα κανένα κακό δεν
εκάμασι, ο μπέης τους εσυχώρησε και
εσυβούλεψε να ήνε πάντα φρόνιμοι και
να τηράγουν τη δουλειά τους, και το
πουρνό σύνταχα να μισέψουσι.
Ακούσατε
γουν το τρομερό γέλασμα, που τους έκαμε
ο μπέης, και το μαρτυρικό τους θάνατο·
το βράδυ εδιάταξε και τους επιάσασι ένα
ένα, και τους εδέσασι με σίδερα, και τους
εβάλασι σε ένα σκοτεινό μπουντρούμι
και εκεί με τα σπαθιά τους εσφάξασι
όλους, ογδοήντα χωρίς να λείπη κανένας·
και ένας μονάχα από χωριό Βουνοχώρα,
που τον ελέγασι Δημήτρη Λυκοθανάση,
έστωντας ανδρειωμένος άνθρωπος, έσπασε
τα σίδερα, και αρπάζωντας το σπαθί ενού
τζελάτη, έσφαξε δυο Τούρκους και τον
πορτιέρη, και, τρέχωντας ωσάν ελάφι,
έγλυσε από το μακελειό· και ύστερα από
πέντε ημέραις ερχάμενος στο χωριό του,
επέθανε.
Εσκοτωθήκασι γουν με χίλια
βασανιστήρια οι άλλοι ογδοήντα, οι
πρώτοι κεφαλάδες και τα ανδρειότερα
παλληκάρια, με απιστιά μεγάλη·
ακούσατε·
είκοσι δύο Γαλαξειδιώταις·
τρεις
Βουνοχωρίταις·
δύο Πεντεορίταις·
τρεις
Αγιαθυμιώταις·
δέκα Βιτρινιτζώταις·
τρεις Κισσελίταις·
δύο Βιδαβίταις·
είκοσι Λοιδορικιώταις·
και δέκα τέσσερες
Σαλονίταις·
όλοι για την πατρίδα και
την θρησκεία, συμπαθημένοι από όλαις
ταις αμαρτίαις!