Το κείμενο του Ρωσσαγγλογάλλου είναι ανώνυμη σάτιρα με κοινωνικές και ηθικές προεκτάσεις, η οποία χρονολογείται γύρω στα 1812. Έχει διαλογική μορφή και απεικονίζει τη θλιβερή κατάσταση που επικρατεί στη σκλαβωμένη Ελλάδα. Το απόσπασμα που ακολουθεί περιλαμβάνει τους 37 πρώτους στίχους. Σε αυτό ο πλασματικός Ρωσσαγγλογάλλος, ένα μείγμα δηλαδή τριών ξένων περιηγητών, συνομιλεί υποκριτικά με ένα πρόσωπο που ονομάζεται Φιλέλληνας, από τον οποίο ζητά να μάθει την αιτία για την άθλια κατάσταση της πατρίδας του.
5 10 15 20 25 30 35 |
ΟΛΟΙ
Ειπέ μας, ω φιλέλληνα, πώς φέρτε* την σκλαβίανκαι την απαρηγόρητον των Τούρκων τυραννίαν; Πώς τες ξυλιές και υβρισμούς και σιδηροδεσμίαν*, παίδων, παρθένων, γυναικών ανήκουστον φθορίαν*; Πώς δε τον καθημερινόν των συγγενών σας φόνον, τον άδικον, αναίτιον και χωρίς τινα πόνον; Δεν είσθ' εσείς απόγονοι εκείνων των Ελλήνων, των ελευθέρων, των σοφών και των φιλοπατρίδων; Και πώς εκείνοι απέθνησκον διά την ελευθερίαν, και τώρα εσείς υπόκεισθε εις τέτοιαν τυραννίαν; Και ποίον γένος, ως εσείς, εστάθη φωτισμένον εις την σοφίαν, δύναμιν, κι εις όλα ξακουσμένον; Πώς νυν εκαταστήσατε την λάμπουσαν Ελλάδα! Βαβαί! ως ένα σκέλεθρον*, ως σκοτεινήν παστάδα*! Oμίλει, φίλτατε Γραικέ, ειπέ μας την αιτίαν· μη κρύψης τίποτες ημών, λύε την απορίαν.
O ΦΙΛΕΛΛΗΝ
Ρωσσαγγλογάλλοι,Ελλάς, και όχι άλλη, ήτον, ως λέτε, τόσον μεγάλη. Νυν δε αθλία και αναξία, επειδή άρχει η αμαθία. Όσ' ημπορούσι να την ξυπνούσι, τούτ' εις το χείρον* την οδηγούσι. Αυτή στενάζει, τα τέκνα κράζει, στο να προκόπτουν όλα προστάζει. Και τότ' ελπίζει ότι κερδίζει· εκείν' οπού 'χει νυν την φλογίζει. Μα τις τολμήσει μ' αληθή κλίσι* σ' ελευθερίαν να την κινήση; Όστις τολμήση να την ξυπνήση πάγει στον Άδη* χωρίς τινα κρίσιν*.
Ανώνυμος, Ο Ρωσσαγγλογάλλος, Πορεία
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου