Πηγή:https://el.wikipedia.org/wiki/Αρβανίτες
Η κάθοδος των αρβανίτικων φύλων στον ελλαδικό χώρο ξεκινά στα τέλη του 13ου αιώνα και σταματάει περίπου το 1600,[6] έχοντας ως αρχική κοιτίδα την περιοχή Άρβανον στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, στην κεντρική περιοχή της σημερινής Αλβανίας[7] και ως τόπο αρχικής εγκατάστασης την Θεσσαλία γύρω στο 1325. Μία άποψη ως προς τον δρόμο που ακολούθησαν είναι ότι διέσχισαν την άνω λεκάνη τουΑλιάκμονα και διαμέσου Κορυτσάς, Καστοριάς και Γρεβενών έφτασαν στον θεσσαλικό κάμπο. Άλλη άποψη υποστηρίζει την κάθοδό τους μέσω των Ιωαννίνων στην Αιτωλοακαρνανία και τη μετακίνησή τους από εκεί στην Θεσσαλία.
Επίσης δεκάδες χιλιάδες Αρβανίτες βρέθηκαν μετά την καταστροφή της Μοσχόπολης και της Κορυτσάς (Β.Ήπειρος) τον 17ο αιώνα στην Ανατολική Θράκη. Σήμερα, μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 οι απόγονοι τους βρίσκονται στα δεκάδες αρβανιτοχώρια του νομού Έβρου, στην Νέα Ορεστιάδα, στην Αλεξανδρούπολη, στην Θεσσαλονίκη και στην Γερμανία (κυρίως στο Ντύσελντορφ).
Έχοντας εγκατασταθεί στην κοιλάδα του Σπερχειού από το 1380-81, οι Αρβανίτες παίρνουν άδεια από τον Πέτρο Δ΄ της Αραγωνίας να εγκατασταθούν στο Δουκάτο των Αθηνών το 1382, για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας του δουκάτου απέναντι στις ξένες επιδρομές. Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν την εμφάνιση 10.000 Αρβανιτών στον Ισθμό της Κορίνθου το 1404-05, των οποίων την εγκατάσταση στο Δεσποτάτο του Μυστρά επέτρεψε ο δεσπότης Θεόδωρος Παλαιολόγος, παρά την καχυποψία των συμβούλων του. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή αυτός ο πληθυσμός προερχόταν από την Θεσσαλία, μετά την κατάληψή της από τους Τούρκουςτο 1393. Περί το 1425, οι Βενετοί με υποσχέσεις για φοροαπαλλακτικά μέτρα προσελκύουν αρβανίτικους πληθυσμούς στη νότια Εύβοια που παρουσίαζε δημογραφική πτώση εξαιτίας της πανώλης, η θέση της οποίας ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή αφού γειτνίαζε με την ηπειρωτική Ελλάδα. Η περιοχή εγκατάστασης των Αρβανιτών στην Εύβοια οριοθετήθηκε από τους Βενετούς αυστηρά στις ορεινές περιοχές της Καρυστίας, ώστε να λειτουργούν και ως προπύργιο σε εχθρικές επιθέσεις εναντίον της Αττικής.
Οι Αρβανίτες ήταν αρχικά νομαδικό φύλο με έντονο πολεμικό χαρακτήρα, οι οποίοι μετακινούνταν συνεχώς βασιζόμενοι για την επιβίωσή τους στην υποτυπώδη κτηνοτροφία τους. Η εξάρτησή τους από γεωργικά προϊόντα προκαλούσε τη λεηλασία της καλλιεργημένης γης γύρω από τις πόλεις, τις οποίες στερούσαν από τα παραγωγικά τους αγαθά. Η γενικότερη έλλειψη όμως αγροτικών προϊόντων τους ανάγκασε να μετατραπούν σε ημινομάδες και μετακινούμενους κτηνοτρόφους και σταδιακά να ασχοληθούν με τη γεωργία, αποκτώντας έτσι μόνιμη εγκατάσταση.
Οι λόγοι που οδήγησαν τους Αρβανίτες στην μετανάστευση ήταν κοινωνικο-πολιτικοί. Όταν δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο της Ηπείρου στις αρχές του13ου αιώνα, οι Αλβανοί μισθοφόροι στρατιώτες πολεμούσαν με το μέρος της Ηπείρου εναντίον των Σλάβων και των Βενετών. Για τις υπηρεσίες που προσέφεραν οι Αλβανοί κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων, η αλβανική αριστοκρατία μόνο πήρε σημαντικούς αυλικούς τίτλους. Αυτοί οι Αλβανοί αριστοκράτες, τοποθετούνταν επικεφαλής πολλών περιοχών, διαβρώνοντας έτσι σταδιακά το παλιό βυζαντινό διοικητικό σύστημα. Από παραδοσιακοί πατριαρχικοί αρχηγοί μεταλλάσσονταν σε άρχοντες. Το καινούργιο καθεστώς που επέβαλλαν οι άρχοντες αυτοί στη γη, αποστερούσε την περιουσία από τους κατοίκους που συχνά έχαναν και την ελευθερία τους πωλούμενοι ως σκλάβοι.
Νεαρός Αρβανίτης. Έργο του Louis Dupré (1819)
Προσπαθώντας να ξεφύγουν από την νέα αυτή κατάσταση, οι Αρβανίτες υποχρεώθηκαν να αποκτήσουν νομαδικές συνήθειες. Βλέπανε τη μετανάστευση ως μοναδική λύση στα προβλήματα που δημιουργούσε η μονοπώληση των αλβανικών εδαφών από τους Αλβανούς άρχοντες που γίνονταν όλο και πιο βίαιοι. Πέρα όμως από τις μεταβολές αυτές που τάραξαν σε βάθος την κοινωνία τους, μία ακόμη αιτία εκπατρισμού αποτελούσε πλέον η οθωμανική εισβολή. Ατομικά ή συλλογικά, η αρβανίτικη αυτή μετανάστευση εμφανίζεται ως αντίδραση φυγής σε μία κοινωνική καταπίεση που είχε γίνει αφόρητη.
Οι αρβανίτικες φατρίες ήταν και έμειναν πιστές στην Ελληνική Ορθοδοξία, ενώ οι Αλβανοί ασπάστηκαν θρησκείες όπως ο Μουσουλμανισμός και ο Ρωμαιοκαθολικισμός ανάλογα με τα δικά τους συμφέροντα. Οι Αρβανίτες υπηρετούσαν στο Βυζαντινό στρατό και η Δυναστεία των Παλαιολόγων τους χρησιμοποίησε συχνά σε πολλές στρατιωτικές εκστρατείες. Σε μια περίπτωση, 6.000 Αρβανίτες από την Γλαρέντζα εστάλησαν στο πεδίο μάχης. Στα μέσα του 1454, ένας ηγέτης που ονομαζόταν Πέτρος Μπούας είχε περίπου 30.000 Αρβανίτες υπό την εντολή του.[8]
Επίσης, οι Βενετοί μίσθωσαν πολυάριθμους Αρβανίτες για να υπηρετήσουν ως Stradioti. Με βάση τους υπολογισμούς ενός Γάλλου αυτόπτη μάρτυρα, τουPhilippe de Commines (1447 - 1511), οι Αρβανίτες επιτήρησαν τις ενετικές περιοχές όπως το Ναύπλιο, ως πεζοί και έφιπποι. Επιπλέον, οι Αρβανίτες αυτοχαρακτηρίζονταν ως Έλληνες.[9]
Από το σύνολο των μεταναστών, όσοι έφτασαν στην Πελοπόννησο και είχαν εγκατασταθεί σε δυσπρόσιτες ορεινές ζώνες, σχημάτιζαν συμπαγείς ομάδες. Καθώς συχνά δεν είχαν ενδοιασμό να τεθούν υπό τις διαταγές ενός ελληνόφωνου άρχοντα, που ήταν απευθείας απόγονος της παλαιάς αυτοκρατορικής δυναστείας, μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες αποτέλεσαν βασική εστία αντίστασης στους Οθωμανούς. Με την υιοθέτηση κοινής στάσης, οι ελληνο-αρβανίτικες ενώσεις, διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα του 1821. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, πολλοί Αρβανίτες συμμετείχαν στο Μακεδονικό Αγώνα (1903), όπως ο Βαγγέλης Κοροπούλης από τη Μάνδρα Αττικής.[10]
Οι Αρβανίτες είναι στην πλειονότητα τους Χριστιανοί Ορθόδοξοι στο θρήσκευμα και ανέκαθεν ήταν δίγλωσσοι. Η γλώσσα τους, τα Αρβανίτικα, έχει κοινή προέλευση με την επίσημη Αλβανική και έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την Ελληνική γλώσσα με την οποία έχει έρθει σε επαφή, από τα Λατινικά και από τα Σλαβικά. Η γλώσσα πλέον βρίσκεται σε παρακμή, εν μέρει εξαιτίας της μετακίνησης των Αρβανιτών από τα χωριά τους στις ελληνόφωνες πόλεις και εν μέρει λόγω της πλήρους πολιτιστικής ενσωμάτωσης των Αρβανιτών από το ελληνικό περιβάλλον.
Οι περιοχές στις οποίες εγκαταστάθηκαν και εντοπίζονται αρβανίτικοι πληθυσμοί είναι η Αττική, η Βοιωτία με δυτικότερο άκρο το χωριό Στείρι, η Καρυστία της νότιας Εύβοιας και συγκεκριμένα η περιοχή νοτίως του Αλιβερίου και του Αυλωναρίου εξαιρουμένων των περιοχών της Καρύστου, του Πλατανιστού και του Μαρμαρίου, τα νησιά του Αργοσαρωνικού, η Κορινθία και η Αργολίδα. Όπως ο υπόλοιπος ελληνικός πληθυσμός, οι Αρβανίτες τις τελευταίες δεκαετίες μεταναστεύουν από τα χωριά τους στις μεγάλες πόλεις, και ειδικά στην Αθήνα, στην οποία ζούσε σημαντικός αριθμός Αρβανιτών στις αρχές του 19ου αιώνα, πριν αυτή γίνει πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Η ανάμειξη των Αρβανιτών με τους πολυπληθέστερους ελληνόφωνους γηγενείς του ελλαδικού χώρου, είχε ως αποτέλεσμα με το πέρασμα των αιώνων, μεγάλο μέρος τους να αφομοιωθεί πλήρως γενετικά και πολιτισμικά, αφήνοντας απογόνους με κάποια μακρινή αρβανίτικη καταγωγή. Έτσι ο πληθυσμός των σημερινών Αρβανιτών, που διατηρήθηκε με ενδογαμίες και την συνέχιση της αρβανίτικης κουλτούρας, είναι πολύ μικρός και κυρίως σε ορισμένα σχετικά απομονωμένα χωριά. Παρατηρείται πως σε πολλά μέρη εγκατάστασής τους οι Αρβανίτες μετέδωσαν την γλώσσα τους και στους ελληνόφωνους κατοίκους της περιοχής για τις καθημερινές συνδιαλλαγές τους, αυξάνοντας τον αριθμό των αρβανιτοφώνων.
Ο σημερινός πληθυσμός των Ελλήνων Αρβανιτών δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια. Κατά μία εκδοχή, φτάνει τις 150.000.[1] Η τελευταία απογραφή στην οποία καταμετρήθηκαν οι ομιλούντες τη γλώσσα έγινε το 1951 και αναφέρει 23.000 ομιλητές, αριθμός που κατά τους μελετητές είναι υπερβολικά μικρός για να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.[2] Νεότερες επιτόπιες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό των ομιλούντων αρβανίτικα σε 30.000 για την Αττική και τη Βοιωτία (1977) και 50.000 για όλη την Ελλάδα (1993).[2]
Σύμφωνα με τον Κώστα Μπίρη (1960), από το 1350 μ.Χ. έως το 1418 μ.Χ., 81.200 Αρβανίτες, μισθοφόροι στρατιώτες και οι οικογένειές τους, εγκαταστάθηκαν σε ελληνικές περιοχές, μετά από προσκλήσεις Βυζαντινών αυτοκρατόρων (Δυναστεία Παλαιολόγων), των Καταλανών και των Βενετών. Ωστόσο στις αυθεντικές πηγές, απ' όπου αντλούν ειδικοί και μή ιστοριογράφοι, "αρβανίτης" (ή Αρναβούτ) σήμαινε γενικά "μισθοφόρος από τα Βαλκάνια", που εκτός από Αλβανούς περιλάμβανε και Έλληνες, Σέρβους, Βλάχους κλπ.[11][12]
Οι Αρβανίτες πρωτοαναφέρονται στις Βυζαντινές πηγές από τον Μιχαήλ Ατταλειάτη[13] και αργότερα – ως Αρβανίτες από το Άρβανον – στο βιβλίο της Άννας Κομνηνής, "Αλεξιάδα". Το βιβλίο ασχολείται με τις ταραχές στην περιοχή του Αρβάνου που προκάλεσαν οι Νορμανδοί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα της, Αυτοκράτορα Αλέξιου Α' Κομνηνού (1081 – 1118). Στην «Ιστορία» (1079 – 1080 μ.Χ.), ο Βυζαντινός ιστορικός Μιχαήλ Ατταλειάτης ήταν ο πρώτος που ανέφερε τους Αλβανούς ως έχοντες λάβει μέρος σε εξέγερση εναντίον της Κωνσταντινούπολης το 1043 μ.Χ. και τους Αρβανίτες ως υποτελείς του Δούκα του Δυρραχίου και Πρωτοπροέδρου Νικηφόρου του Βασιλάκη (τέλη 1078 ή αρχές 1079). Ωστόσο, μια λεπτομερής ανάλυση του αυθεντικού κειμένου του Ατταλειάτη, όπου αναφέρονται δύο φορές "Αλβανοί" και μία φορά "Αρβανίτες", οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο μεν όρος "Αλβανοί" αναφέρεται σε Νορμανδούς που είχαν κατέλθει πρόσφατα στην Ιταλία από την "πέραν των Άλπεων Γαλατία", ενώ ο όρος "Αρβανίται" στους κατοίκους των Βαλκανίων. Αυτή η αναφορά του Ατταλειάτη σε "Αρβανίτες" είναι και η πρώτη τεκμηριωμένη αναφορά στους Αρβανίτες της Βαλκανικής. H μεταφορά των όρων ως Albani στη Λατινική και λανθασμένα ως Albanais κτλ σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες οδήγησαν ευρωπαίους ιστορικούς στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι ο "Δουξ του Δυρραχίου" ήταν ο Γεώργιος Μανιάκης και ότι επαναστάτησε το 1043 επικεφαλής Αλβανών.[14]
Ο όρος Αρβανίτικα προέρχεται από τη λέξη Αρβανίται. Η ετυμολογία του ελληνικού επιθέτου Αρβανίτικα προέρχεται από τη ρίζα Αρβανίτ- του ουσιαστικού Αρβανίτης, σύμφωνα με το λεξικό του Γιάννη Κουλάκη.[15] Σύμφωνα με το λεξικό του Γ.Μπαμπινιώτη η λέξη προέρχεται από το τοπωνύμιοΆρβανα>αλβ.Ärbena. Η ονομασία Άρβανα δόθηκε αρχικώς στην οροσειρά που εκτείνεται μεταξύ των ποταμών Mat και Ischmi (δυτικά της Αχρίδας),οι δε κάτοικοι των περιοχών αυτών ονομάστηκαν (από τους υπόλοιπους Έλληνες)Αρβανίται, όνομα που συνδέθηκε εσφαλμένα με τον τύπο Αλβανία, ο οποίος δεν έχει την ίδια ετυμολογική προέλευση.
Οι Αρβανίτες, κυρίως μετά την ανάπτυξη του Αλβανικού εθνικισμού αλλά και λόγω της συμπόρευσής τους με το ελληνικό στοιχείο, απορρίπτουν οιαδήποτε συσχέτιση με τους Αλβανούς. Στη δεκαετία του 1990 ο Αλβανός Πρόεδρος Σαλί Μπερίσα περιέγραψε τους Αρβανίτες ως μια αλβανική μειονότητα στην Ελλάδα, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση των Αρβανιτών στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης.
Σύμφωνα με τον Αριστείδη Κόλλια, μερικοί Αρβανίτες στο βορειοδυτικό τμήμα της Ηπείρου παραδοσιακά αυτοαποκαλούνται και με την ονομασία Shqiptár (Σκιπτάρ), χωρίς να επικαλούνται αλβανική εθνική συνείδηση. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται επίσης σε μερικά χωριά της Θράκης, όπου οι Αρβανίτες μετανάστευσαν από τα βουνά της Πίνδου κατά τον 19ο αιώνα. Από την άλλη μεριά αυτή η λέξη είναι παντελώς άγνωστη στο κύριο σώμα των Αρβανιτών της νότιας Ελλάδας.
Αρβανίτικα τραγούδια
Παρ’όλο που έχουν σχεδόν πλήρως αφομοιωθεί στην ελληνική κοινωνία, κάποια μεμονωμένα αρβανίτικα πολιτιστικά χαρακτηριστικά μπορούν ακόμη να διακριθούν.
Υπάρχουν τέσσερα μουσικά CD με αρβανίτικα τραγούδια, παρ’όλο που οι στίχοι τους είναι συχνά ελληνικοί. Δεν υπάρχουν μέσα ενημέρωσης στα αρβανίτικα, όμως μερικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί μεταδίδουν κατά καιρούς αρβανίτικα τραγούδια. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει προσπάθειες να καταγραφούν τα αρβανίτικα τραγούδια, με πιο πρόσφατη αυτή του Θανάση Μωραΐτη.
Τα αρβανίτικα τραγούδια έχουν ομοιότητες με την Αλβανική και την Ηπειρώτικη μουσική. Ένα από αυτά με την απόδοσή του είναι και αυτό το οποίο είναι γραμμένο για μια νεαρή κοπέλα με μακριά μαλλιά:
Απόδοση στα ελληνικά:
Αρβανίτικα κάλαντα
Απόδοση στα Ελληνικά.
( δίπλιες = παραδοσιακό πρωτοχρονιάτικο γλυκό )
Ελληνικές μελέτες και βιβλία για τους Αρβανίτες
Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες (Μελέτες) «[1]» ISBN 960-08-0172-X
Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες (Μελέτες) «[1]» ISBN 960-08-0172-X
Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες (Μελέτες) «[1]» ISBN 960-08-0172-X
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου